- σαγάνι
- και σαχάνι, το, Νμικρό τηγάνι με δύο λαβές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahan].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαγάνι — το και σαχάνι, το (λ. τουρκ.), μικρό τηγάνι με δύο λαβές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαγανάκι — και σαχανάκι, το, Ν 1. μικρό σαγάνι 2. το έδεσμα που παρασκευάζεται σε μικρό σαγάνι (α. «αβγά σαγανάκι» β. «τυρί σαγανάκι») 3. ανεμοστόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «μικρό σαγάνι» και «έδεσμα» < σαγάνι / σαχάνι, ενώ με τη σημ.… … Dictionary of Greek
σαγανάκι — το (λ. τουρκ.) 1. ριπή ανέμου, μπόρα. 2. μικρό σαγάνι. 3. αυτός που ψήνεται σε σαγάνι (αβγό, τυρί): Να σου ετοιμάσω ένα σαγανάκι να φας; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαχάνι — το, Ν 1. βλ. σαγάνι 2. τεμάχιο φύλλου λευκοσιδήρου … Dictionary of Greek